- ανακολπώνομαι
- (Α ἀνακολπῶ, -όω)νεοελλ.(για πανιά πλοίου) φουσκώνω από τον αέρααρχ.ἀνακολπάζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κολπῶ «σχηματίζω κάτι σε είδος κόλπου, κάνω το ιστίο να εξογκωθεί, να φουσκώσει».ΠΑΡ. νεοελλ. ανακόλπωαη].
Dictionary of Greek. 2013.